1 ιλη
(ἀνδρῶν Soph.)
(εὔφρονες ἶλαι Pind.)
(λεόντων Eur.)
(τεταγμένοι κατὰ ἴλας καὴ κατὰ τάξεις Xen.)
Древнегреческо-русский словарь > ιλη